preloader
Η διαδικασία παραγωγής λαδιού

H Νίσυρος είναι ένας τόπος γεμάτος ελαιόδεντρα. Πολλές οικογένειες στο παρελθόν ασχολούνταν με την καλλιέργεια και την εκμετάλλευσή τους. Ο ερχομός του φθινοπώρου σήμαινε και την έναρξη των εργασιών συγκομιδής της ελιάς που διαρκούσε από τον Οκτώβρη έως και τον Δεκέμβριο.

Η διαδικασία ξεκινούσε με το μάζεμα της ελιάς. Στη συνέχεια ο κάθε νοικοκύρης μετέφερε στο σπίτι του τις ελιές μέσα σε μεγάλα τσουβάλια. Εκεί, τις καθάριζαν από τα φύλλα και τις ξεχώριζαν σε αυτές που ήταν για φάγωμα και σ΄αυτές που θα πήγαιναν στα ελαιοτριβεία του νησιού για να πάρουν το τόσο απαραίτητο γι’ αυτούς λάδι. Στη συνέχεια συνεννοούνταν με τους ιδιοκτήτες του λιοτριδιού κι έπαιρναν σειρά, έκλειναν δηλαδή την ημερομηνία που θα άλεθαν τη σοδειά τους. Τις ελιές που θα πήγαιναν στο λιοτρίδι τις αποθήκευαν σε μεγάλα κοφίνια και τις αλάτιζαν με χοντρό αλάτι για να μη χαλάσουν μέχρι να έρθει η ώρα του αλέσματος.

Την εποχή εκείνη ήταν που άνοιγαν τις πόρτες τους και τα ελαιοτριβεία κι υποδέχονταν όσους ήθελαν να αλέσουν. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στο λιοτρίδι μας, το «Λιοτρίδι του Κάρη».

Οι εργασίες ξεκινούσαν από νωρίς το πρωί. Οι νοικοκυραίοι μετέφεραν τις ελιές τους με τη βοήθεια μελών της οικογένειάς τους ή εργατών οι οποίοι βοηθούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του αλέσματος. Εκτός βέβαια, από αυτούς που μπορούσε να φέρει κάθε πελάτης υπήρχαν και κάποιοι μόνιμοι εργάτες στο λιοτρίδι μας.

oil-production-1
oil-production-2

Αρχικά, λοιπόν, έριχναν τις ελιές μέσα σε μια μεγάλη γούρνα και τις έπλεναν με άφθονο νερό. Τις άφηναν λίγο να στραγγίσουν και στη συνέχεια τις μετέφεραν στον μύλο. Η πλάκα του μύλου γέμιζε με τους καρπούς και το άλεσμα ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Το μουλάρι μας –ο Κίτσος κι αργότερα η Κατίνα- με τη λαιμουριά του και τις παρωπίδες του, δεμένο πάνω στον άξονα της μυλόπετρας περίμενε στωικά.

Μία εργάτρια βρισκόταν κοντά του και του έδινε το σύνθημα για να ξεκινήσει. Εκείνο προχωρούσε αργά γύρω από τον μύλο κινώντας την τεράστια μυλόπετρα κι έτσι οι ελιές συνθλίβονταν. Κάποιες άλλες εργάτριες κρατώντας μεταλλικά εργαλεία, τις «ξύστρες», έξυναν τα τοιχώματα του μύλου και την πλάκα για να αλεστούν ομοιόμορφα όλες οι ελιές. Σ΄αυτή τη θέση βρίσκονταν σχεδόν πάντα η Ασημίνα Μαραγκού-Χριστοφόρου και η Άννα Βεζυρόγλου-Λυκοπάντη.

Μόλις πολτοποιούνταν όλες οι ελιές, μετέφεραν τον πολτό στη γούρνα δίπλα στην παραστιά. Έβαζαν ένα σακί από τρίχα κατσίκας μέσα σε ένα ξύλινο τελάρο -που λειτουργούσε σαν καλούπι- έριχναν μέσα τον πολτό και το δίπλωναν σαν φάκελο. Στη συνέχεια το έβγαζαν από το τελάρο και το τοποθετούσαν κάτω από την πιεστική μηχανή. Όταν μαζεύονταν αρκετά σακιά, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, ξεκινούσε η συμπίεση.

Στην αρχή κάποιοι εργάτες γύριζαν με τα χέρια ένα μεγάλο ξύλο, τη «μανέλλα», που ενωνόταν με το πιεστήριο. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της εργασίας ένας άλλος εργάτης έριχνε πάνω στα σακιά ζεστό νερό από ένα καζάνι προκειμένου να διευκολύνει την όλη διαδικασία. Προς το τέλος και για να πετύχουν την καλύτερη δυνατή συμπίεση ένωναν τη «μανέλλα» με ένα άλλο μηχάνημα, τα «μάγγανα», χρησιμοποιώντας ένα σύστημα τροχαλιών και σκοινιών. Οι χειρολαβές των μαγγάνων γυρνούσαν, τα σχοινιά τυλίγονταν, η μανέλλα γύριζε και το πιεστήριο κατέβαινε και συμπίεζε όσο το δυνατόν περισσότερο τα σακιά.

Το λάδι μαζί με το ζεστό νερό έτρεχε μέσα στη γούρνα που ήταν χωρισμένη σε δύο μέρη. Εκεί γινόταν ο διαχωρισμός λαδιού-νερού με την απλή μέθοδο της βαρύτητας. Το λάδι, δηλαδή, ως πιο ελαφρύ επέπλεε και χυνόταν στη δεξιά γούρνα ενώ το νερό έφευγε από υδροροή που υπήρχε στο δάπεδο. Στη συνέχεια, μάζευαν το ελαιόλαδο με μεταλλικά κύπελλα, τα λεγόμενα «μετράδια», το έβαζαν σε δοχεία και το έδιναν στον κάθε νοικοκύρη. Μ’ αυτόν τον τρόπο ολοκληρωνόταν η διαδικασία του αλέσματος.

oil-production-3
oil-production-showcase-1
oil-production-showcase-2
oil-production-showcase-3
oil-production-4

Έπειτα, γυναίκες-εργάτριες αναλάμβαναν να πλένουν τα σακιά στην Τάβλα του Γυαλού, ένα μικρό λιμανάκι μέσα στον οικισμό, καθώς και να καθαρίσουν το ελαιοτριβείο για να είναι έτοιμο για τον επόμενο πελάτη. Αυτό γινόταν σχεδόν αμέσως και σε περιόδους που σοδειά ήταν πολύ καλή το ελαιοτριβείο δούλευε ασταμάτητα ολόκληρα εικοσιτετράωρα. Ήταν μάλιστα συνήθεια οι γυναίκες κάθε οικογένειας που άλεθε να φέρνουν μαζί τους διάφορα φαγητά, γλυκά, κρασί ή ό,τι άλλο είχε η κάθεμία. Όσον αφορά την πληρωμή των εργατών (μόνιμων ή προσωρινών), αυτή υπολογιζόταν σε κιλά λάδι ανάλογα με τη συμφωνία που είχαν κάνει. Το ελαιοτριβείο πληρωνόταν αναλογικά με τις ελιές που κάθε φορά άλεθε. Αν, δηλαδή, η παραγωγή ισοδυναμούσε με 100 κιλά λάδι, το λιοτρίδι έπαιρνε περίπου 10-12 κιλά.

Χαρακτηριστικό είναι ότι εκτός από το ελαιόλαδο έφτιαχναν και το αγουρέλαιο από άγουρες ελιές που διάλεγαν ή το αγραμιτθόλαδο από το άλεσμα αγραμιτθιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο παππούς μου, ο Κάρης, με τη «μούργα», το κατακάθι δηλαδή του λαδιού, έφτιαχνε σαπούνια τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα.

Έτσι περνούσε ο χρόνος στο Λιοτρίδι του Κάρη με πολύ κόπο και κούραση αλλά και με στιγμές χαράς όπου όλοι σαν μια παρέα έλεγαν αστεία κι έκαναν πειράγματα. Ακόμα και σήμερα αν όποιος βρεθεί μέσα σ’ αυτό θα νιώσει τη μυρωδιά του λαδιού που ακόμα πλανιέται στον αέρα και θα μπορέσει να φανταστεί πώς γινόταν η παραγωγή του μιας που όλα παραμένουν εκεί και μας γυρίζουν πίσω στον χρόνο…