preloader

23.08.2023
Στο πριν και στο τώρα
Στο πριν και στο τώρα

Ιωάννα Κατσαβού


Ανεβαίνω το Λαγκάδι. Ο ήλιος εκεί δεν έχει χαρίσει ακόμα το φως του. Νιώθω το πρωινό δροσερό αεράκι να μου ανεμίζει τα μαλλιά. Να μου δροσίζει το πρόσωπο. Να μου δίνει όρεξη για δουλειά. Άλλη μια μέρα στη βιοπάλη και στο μεροκάματο.

Φτάνω στο λιοτρίδι. Οι πόρτες ανοιχτές, ακούγονται γέλια και φωνές να με καλούν.

-Έλα, έλα μέσα! Καλώς την!

Ο νοικοκύρης χαμογελαστός μπροστά στη μηχανή, με καλημερίζει με τη ζεστή του φωνή.

-Μπρος παιδιά, δουλειά! Έχουμε πολλές ελιές να αλέσουμε!

Ακούω τα χλιμιντρίσματα της Κατίνας. Παίρνω τις πλυμένες ελιές και τις ρίχνω πάνω στην πλάκα. Ακούω τον θόρυβο των κουκουτσιών που σπάνε καθώς η Κατίνα περπατά και γυρνά γύρω γύρω από τον μύλο. Κρατώ στα χέρια μου την ξύστρα και ξεκολλάω τις ελιές από τα τοιχώματα. Μία γνώριμη μυρωδιά από τα παιδικά μου χρόνια πλανιέται στον χώρο, μια ανάμνηση… Κοιτώ γύρω μου τις γυναίκες που μαζεύουντον πολτό της ελιάς. Και να! Σαν να’ μαι τώρα μικρό παιδάκι και να βλέπω το λάδι να αναβλύζει σαν χρυσός από τη γούρνα, σαν να βλέπω τη μάνα μου!

Η μέρα τελειώνει. Ο νοικοκύρης μοιράζει το λάδι…



Ανεβαίνω το Λαγκάδι. Ο ήλιος είναι καυτός. Είμαι ιδρωμένη. Μπαίνω στο λιοτρίδι. Πόσα έχουν αλλάξει μα και πόσα έχουν παραμείνει τα ίδια. Η μηχανή, τα μάγγανα, ο μύλος, όλα εκεί… Λείπουν όμως οι άνθρωποι… Ο Κάρης, η Ασημένη, η μάνα μου…

Ο χώρος σχεδόν όπως ήταν τότε, τα πάντα όμως έχουν συντηρηθεί και διατηρηθεί ακέραια μαρτυρώντας ότι

κάποιοι άνθρωποι δούλεψαν σκληρά, ξενύχτησαν και ίδρωσαν γι΄ αυτό το έργο. Άνθρωποι που αγάπησαν τον τόπο τους και και τις μνήμες τους.  Άνθρωποι που αγάπησαν την οικογένειά τους και τους προγόνους τους, όπως αγάπησαν και αυτόν εδώ τον χώρο.

Νιώθω άδεια, μένω μετέωρη, σκέφτομαι… Τα γέλια, η ζεστή φωνή του ιδιοκτήτη, η Κατίνα ξυπνούν και ζωντανεύουν μπροστά μου. Και ναι, βρίσκομαι πάλι εδώ! Κλείνω τα μάτια και «βλέπω» δίπλα μου πρόσωπα αγαπημένα. Βλέπω τη μάνα μου στα μάγγανα, τον Κάρη να μοιράζει το λάδι και την κόρη του να στέκεται στην πόρτα μην ξέροντας πως μετά από χρόνια θα ξανασταθεί εκεί μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια της...

Ήμουν ένα παιδί που μετά το σχολείο έτρεχε στο ελαιοτριβείο.Ήμουν μια εργάτρια στο Λιοτρίδι του Κάρη… Ήμουν μια εργάτρια που ίδρωσαν τα χέρια της καθώς κρατούσε την ξύστρα… Ήμουν μια γυναίκα που έπαιρνε για πληρωμή το χρυσό λάδι… Είμαι μια γιαγιά που φέρνει τώρα τα εγγόνια της για να θαυμάσουν τούτο το λιοτρίδι…

Τώρα που ξανάνοιξαν οι πόρτες του κι όλα ζωντάνεψαν, ζωντανεύει η ιστορία μας, η ιστορία της Νισύρου… Ζωντανεύουν τα παλιά εκείνα, τα ωραία χρόνια στο Λιοτρίδι του Κάρη… Ζωντανεύουν οι αναμνήσεις μας…